στραβωμάρα

στραβωμάρα
η
1. τυφλότητα: Στραβωμάρα έχεις και δε βλέπεις πού πατάς;
2. απροσεξία: Από στραβωμάρα έκανα αυτό το λάθος.
3. αναποδιά, κακοτυχία: Φοβάμαι μη μου τύχει καμιά στραβωμάρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στραβωμάρα — και στραβομάρα, η, Ν 1. το να είναι κανείς τυφλός 2. απερισκεψία, εσφαλμένη ενέργεια 3. κακοτυχία, δυσάρεστη περίπτωση 4. (ως κατάρα) στραβωμάρα να πέσεις να τσακιστείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στράβωμα + στραβωμός + κατάλ. άρα (πρβλ. φαγωμ άρα)] …   Dictionary of Greek

  • -μάρα — παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε μός (πρβλ. βαρεμός… …   Dictionary of Greek

  • ζαβλακωμάρα — η η κατάσταση τού ζαβλακωμένου, η διανοητική και σωματική κατάπτωση που προέρχεται από αρρώστια ή οινοποσία ή διανοητική και ψυχική κόπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ζαβλακωμός < ζαβλακώνω (πρβλ. στραβωμός > στραβωμάρα, φαγωμός > φαγωμάρα)] …   Dictionary of Greek

  • στραβάδα — η, Ν [στραβός] 1. η ιδιότητα τού στραβού, τού λοξού («στραβάδα τού ξύλου») 2. η ιδιότητα τού τυφλού, στραβωμάρα …   Dictionary of Greek

  • στραβομάρα — η, Ν βλ.στραβωμάρα …   Dictionary of Greek

  • τυφλότητα — η η έλλειψη της όρασης, η τύφλωση, η τύφλα, η στραβωμάρα (κυριολ. και μτφ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τύφλα — η 1. τυφλότητα, τύφλωση, στραβωμάρα. 2. ως επιφ., άκλ., τύφλα!, χρησιμοποιείται για χλευασμό ανθρώπου που σκοντάφτει ή κάνει κάτι αδέξια. 3. μούντζα, φάσκελο, φασκελιά: Να χαθείς! του είπα και του δωσα μια τύφλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”